Ο ματωμένος Φλεβάρης του 1944 στο Μοναστηράκι




Συμπληρώνονται 80 χρόνια φέτος, απ την ημέρα εκείνη της 22ας Φεβρουαρίου 1944, που το Μοναστηράκι ένα μικρό χωριό της επαρχίας Νέστου, θα προσθέσει τη δική του σελίδα στην αιματοβαμμένη ιστορία της Ελλάδος κατά την περίοδο την Βουλγαρικής κατοχής 1941-1944.

Η Βουλγαρική κατοχή ελληνικών εδαφών, κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου πολέμου, προέκυψε απ τη συνεργασία της Βουλγαρίας με τις δυνάμεις του άξονα (Γερμανίας-Ιταλίας) κατά των επιθέσεων τους εναντίον της Ελλάδας.

Ξεκίνησε με την είσοδο του Βουλγαρικού στρατού στις 20 Απριλίου 1941 και έληξε με την οριστική αποχώρηση των στρατευμάτων στις 26 Οκτωβρίου 1944.

Οι περιοχές που κατελήφθησαν αρχικά, ήταν η Αν. Μακεδονία και η Θράκη, εκτός από μία έκταση στα ελληνικά σύνορα με την Τουρκία, στο νομό Έβρου, που παρέμεινε υπό τον έλεγχο των Γερμανών.

Οι κατακτητές δαπανούσαν για τη συντήρηση τους, τους πόρους της χώρας, δέσμευσαν όλα τα αγαθά, το φυσικό πλούτο και την παραγωγή. Λεηλατούν βάναυσα τα χωριά, παίρνοντας ακόμη και τα τελευταία λιγοστά τρόφιμα που θα βρουν.

Μέσα απ αυτή τη σκληρή πραγματικότητα θα δημιουργηθούν αντιστασιακές οργανώσεις ενάντια στο φασισμό, αγωνιζόμενες για την ελευθερία του τόπου.

Οι κάτοικοι του Μοναστηρακίου, πρόσφυγες κατά πλειοψηφία, απ την περιοχή Μακρά Γέφυρα της Αν. Θράκης, κατά τη διάρκεια του πολέμου κρατούν στάση συνοχής και ομόνοιας.

Αν και οι συνθήκες διαβίωσης είναι πολύ δύσκολες, η Δημογεροντία του χωριού, κατορθώνει να παραπλανά τους κατακτητές, ενώ παράλληλα τροφοδοτεί τους αντάρτες στο Κοτζά Ορμάν.

Το δάσος του Νέστου, δύσβατο με πυκνή βλάστηση γίνεται το καταφύγιο των ανταρτικών ομάδων της περιοχής μας. Η δράση τους είναι έντονη, δημιουργώντας προβλήματα στου Βούλγαρους. Οι κατακτητές εκμεταλλευόμενοι της δύσκολες καιρικές συνθήκες το Φλεβάρη του ΄44 και τον πλημμυρισμένο Νέστο, οργανώνουν κανονική πολεμική επιχείρηση με δύναμη ενισχυμένου τάγματος για να τους εξουδετερώσουν, πράγμα που τελικά δε μπόρεσαν να πετύχουν.

Στα χρόνια της ειρήνης, θα έρθει να ζήσει στο χωριό, κάποιος Σπυράκης, κανείς δε γνωρίζει την καταγωγή του, ζούσε αποτραβηγμένος απ’ τους συγχωριανούς. Κατά τη διάρκεια της κατοχής, θα γίνει βραχνάς του χωριού, γνωρίζοντας λίγες βουλγαρικές λέξεις, γίνεται φίλος των κατακτητών όπου άρχισε τους εκβιασμούς και τις φοβέρες. Η δράση του είναι γνωστή στους αντάρτες, οι οποίοι τον συλλαμβάνουν και ο καπετάν Ανδρέας τον είχε υπό φρούρηση κοντά του. Αυτός, το απόγευμα της πρώτης μέρας της οργανωμένης επίθεσης των Βουλγάρων, κατά των ανταρτών επωφελούμενος  απ την αναταραχή, κατορθώνει να ξεφύγει και να παρουσιαστεί στου Βούλγαρους, όπου άρχισε να προδίδει κοντά στα τόσα άλλα και όλες τις κεφαλές της δημογεροντίας, ως τροφοδότες των ανταρτών.

Την επομένη το πρωί, θα συλληφθούν οι : Αγοράκης Κωνσταντίνος, Κουκκίδης Αθανάσιος, Νταρακτσής Χρήστος, Τρακαλιάνος Σωτήριος, Πάνος Ιωάννης, αντί του αδελφού του Κων/νου, που έφυγε στους αντάρτες και Ευάγγελος Κρυσταλλάκης  αντί του γιού του Χρυσαφή που κι αυτός έφυγε στο βουνό.

Οι συλληφθέντες δεμένοι, μαζί με τον προδότη θα οδηγηθούν στο σχολείο, στην παλιά Καρυά όπου φυλακίστηκαν μαζί με άλλους από τα γύρω χωριά.

Η μέρα πέρασε με άγριο ξυλοδαρμό μέχρι αναισθησίας. Κανένας δε μαρτύρησε τίποτα. Μόνο ο Σπυράκης, προσπαθώντας να σωθεί, εξακολουθεί να προδίδει, μπερδεύοντας την πραγματικότητα με την φαντασία.

Όλοι θα οδηγηθούν στην εκτέλεση, εκτός από τον Κρυσταλλάκη και τον Πάνο.

Ο Χρήστος Νταρακτσής θα γλιτώσει την εκτέλεση, καθώς το σώμα του Σπυράκη θα πέσει πάνω του, προστατεύοντας τον από τις σφαίρες. Θα κόψει το σύρμα που τους κρατούσε δεμένους και θα βρει καταφύγιο στο δάσος, στο πλευρό των ανταρτών.

Την επομένη 22 Φλεβάρη ’44 οι Βούλγαροι με βάση τις καταθέσεις του προδότη, συνέλαβαν στο Μοναστηράκι τους : Αραμπατζάκη Αλέξανδρο, Βουλγαράκη Σωτήριο, Θώμογλου Κων/νο, Πολυζωίδη Μιχαήλ, Πολυζωίδη Ευστάθιο, Παπαδόπουλο Αλέξανδρο, Πολυχρονάκη Νικόλαο, Νταρακτσή Περικλή και Ράπτη Κων/νο.

Τους έκλεισαν στο σχολείο, όλοι γνωρίζουν το τέλος τους, μα κανείς δε μαρτυρά τίποτα.

Οι Βούλγαροι βάζουν φωτιά στα σπίτια και οδηγούν τους συλληφθέντες έξω απ το χωριό.

Οι ριπές των πολυβόλων έφεραν την είδηση του θανάτου, σ αυτούς που έμειναν να θρηνούν πάνω στις στάχτες τους ανθρώπους τους.

Έξι μέρες μετά, θα δοθεί η άδεια απ τους Βούλγαρους να ταφούν οι νεκροί, οι κάτοικοι του χωρίου έχουν χωριστεί σε ομάδες και τους ψάχνουν, καθώς δε γνωρίζουν ποιος είναι ο τόπος εκτέλεσης τους.

Γράφει στο ημερολόγιο ο της η Δάφνη Θώμογλου, για εκείνη τη μέρα, "πήραμε το δρόμο προς τη θάλασσα, η μάνα του Μόδεστου, η Ξανθή κι η μάνα του Νικόλα με φόβο και τρόμο και κλάματα, κι εκεί κάτω κοντά στη θάλασσα, θα αντικρίσουμε τα παλικάρια μας νεκρά, μισοφαγωμένοι απ τα τσακάλια και τα κοράκια, πέφτουμε στη γη μοιρολογούμε, χτυπούμε τα στήθια μας…’’

Βαρύς ο φόρος αίματος για το χωριό, στον αγώνα για την λευτεριά. Στους νεκρούς, θα προστεθούν και οι Παπαδάκης Θέμελης και Παπαδόπουλος Νικόλαος που χάθηκαν στις μάχες του Αλβανικού και των οχυρών Μεταξά, όπως και οι Χρυσαφής Κρυσταλλάκης και Μαλτεζάκης Δημήτριος αργότερα στον εμφύλιο.


Είναι σημαντικό να γνωρίζουμε την ιστορία του τόπου μας, να φυλάξουμε στη μνήμη μας τα γεγονότα, όχι για να δημιουργούμε μίσος και έχθρα μεταξύ των λαών, αλλά για να γίνονται τα γεγονότα αυτά, δρόμος και αγώνας για την ειρήνη. 

Γιατί μόνο με την ειρήνη, μπορεί να δημιουργεί η ανθρωπότητα και να ελπίζει.


Σύνταξη κειμένου

Μενεξιά Μπαντάνη-Θώμογλου







Γεια σας, το όνομα μου είναι Μιχάλης Μπαρναμπά, με θυμάμαι από μικρό παιδί να έχω μία κάμερα στα χέρια και να φωτογραφίζω συνεχώς τις ομορφιές του χωριού μου, έτσι θέλοντας να μοιραστώ τις φωτογραφίες μου μαζί σας δημιούργησα ένα μέσο με σκοπό να ανάδειξω το χωριό μου, και να προβάλω όλα τα γεγονότα που συμβαίνουν σε αυτό.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου